αγριόκουρκος

αγριόκουρκος
ο Ζωολ.
κοινή ονομασία τού είδους Tetrao urogallus που ζει συνήθως σε δάση κωνοφόρων και παρουσιάζει τις μεγαλύτερες διαστάσεις από όλα τα σκαλιστικά πουλιά τής χώρας μας. Τρέφεται με βελόνες κωνοφόρων, τρυφερούς βλαστούς και σπόρους
οι νεοσσοί του τρέφονται κυρίως με έντομα και σκουλήκια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορνιθόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει τη μορφή πτηνού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορνιθόμορφα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία ανήκουν 7 οικογένειες με 251 είδη, μερικά από τα οποία είναι πολύ κοινά ή εξημερωμένα, όπως, λ.χ., η όρνιθα, ο φασιανός, η πέρδικα, το… …   Dictionary of Greek

  • τετράο — το, Ν ζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών τού οποίου κυριότερο είδος είναι ο αγριόκουρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrao < λατ. tetraō, ōnis «είδος πτηνού» < τετράων*] …   Dictionary of Greek

  • ωτίδα — (otis). Γένος πτηνών της οικογένειας των ωτίδων, που ανήκει στην τάξη των γερανόμορφων. Τα πουλιά αυτά ζουν στις παραμεσόγειες χώρες και σε πολλές περιοχές της Ασίας, της Αυστραλίας και της ανατολικής Αφρικής. Το μήκος του σώματός τους φτάνει περ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”